περιστρέφω

περιστρέφω
ΝΜΑ
1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω
2. μέσ. περιστρέφομαι
στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της»)
νεοελλ.
μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα
μσν.
γυρίζω κάτι μέσα στο στόμα, μασώ
αρχ.
1. γυρίζω στο μυαλό μου, σκέπτομαι
2. αναφέρω συχνά
3. θεωρώ, διερευνώ
4. διαστρέφω, διαστρεβλώνω
5. μεταφέρω
6. προσελκύω την προσοχή κάποιου
7. μεταστρέφω, προσηλυτίζω κάποιον
8. μέσ. α) (για τον ουρανό) συμπληρώνω περιστροφή
β) (για άρρωστο) στριφογυρίζω στο κρεβάτι και τινάζομαι
γ) κάνω νευρικές κινήσεις από ανησυχία ή ανυπομονησία
9. παθ. (σχετικά με τα έντερα) συστρέφομαι, παθαίνω ειλεό
10. φρ. α) «περιστρέφω τὸ ἀγγεῑον» — ανατρέπω το αγγείο
β) «περιστρέφω τὸν ἵππον» — γυρίζω το άλογο ολόγυρα
γ) «περιστρέφειν τὼ χεῑρε» — δένω τα χέρια πισθάγκωνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιστρέφω — whirl round pres subj act 1st sg περιστρέφω whirl round pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστρέφω — περιστρέφω, περιέστρεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιστρέφω — περιέστρεψα, περιστράφηκα, περιστραμμένος 1. στρέφω κάτι γύρω από άξονα, στριφογυρίζω κάτι: Η γιαγιά περιστρέφει κάθε τόσο το αδράχτι, για να κάνει την κλωστή. 2. το μέσ., περιστρέφομαι γυρίζω γύρω γύρω: Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιστρέφετε — περιστρέφω whirl round pres imperat act 2nd pl περιστρέφω whirl round pres ind act 2nd pl περιστρέφω whirl round imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστρέφῃ — περιστρέφω whirl round pres subj mp 2nd sg περιστρέφω whirl round pres ind mp 2nd sg περιστρέφω whirl round pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστρέψει — περιστρέφω whirl round aor subj act 3rd sg (epic) περιστρέφω whirl round fut ind mid 2nd sg περιστρέφω whirl round fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστρέψω — περιστρέφω whirl round aor subj act 1st sg περιστρέφω whirl round fut ind act 1st sg περιστρέφω whirl round aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστρέψῃ — περιστρέφω whirl round aor subj mid 2nd sg περιστρέφω whirl round aor subj act 3rd sg περιστρέφω whirl round fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστραφέντα — περιστρέφω whirl round aor part pass neut nom/voc/acc pl περιστρέφω whirl round aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστραφέντων — περιστρέφω whirl round aor part pass masc/neut gen pl περιστρέφω whirl round aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”